βαλλην

βαλλην
    βαλλήν
     v. l. = βαλήν См. βαλην

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βαλλην" в других словарях:

  • βαλλήν — και βαλήν, ο (Α) 1. βασιλιάς 2. ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, λ. μικρασιατικής προέλευσης, πιθ. φρυγική. Ο συσχετισμός του τ. βαλλήν με λατ. dēbilis «ανάπηρος, ασθενής» ή με το χαρ. Α… …   Dictionary of Greek

  • βαλλήν — king masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλήν — βαλλήν king masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»